- ντούκου
- επίρρ.1. τοις μετρητοίς2. φρ. α) «περνώ κάτι στο ντούκου» — δεν τό εξετάζω δεν τό υπολογίζω, τό παραβλέπωβ) «[πάω] ντούκου»(σε χαρτοπαίγνιο) παραιτούμαι, παραχωρώ τη σειρά μου στον επόμενο παίκτη.[ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. πιθ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.